εμφαντικός

εμφαντικός
εμφαντικός, -ή, -ό και εμφατικός, -ή, -ό
επίρρ.
1. που έχει την ιδιότητα να κάνει κάτι τελείως φανερό, παραστατικός.
2. που γίνεται με έμφαση, έντονος, εκφραστικός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐμφαντικός — expressive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμφαντικός — ή, ό (Α ἐμφαντικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να καθιστά κάτι τελείως εμφανές, παραστατικός, εκφραστικός, εναργής 2. ζωηρός, έντονος, υπογραμμισμένος αρχ. 1. δηλωτικός, ενδεικτικός 2. εκφραστικός. επίρρ... εμφαντικώς, ά με τρόπο… …   Dictionary of Greek

  • ἐμφαντικοῖς — ἐμφαντικός expressive masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφαντικοί — ἐμφαντικός expressive masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφαντικῶν — ἐμφαντικός expressive masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμφαντικόν — ἐμφαντικός expressive masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμφατικός — ή, ό (AM ἐμφατικός, ή, όν) αυτός που εκφέρεται με έμφαση, εκφραστικός, εμφαντικός. επίρρ... ἐμφατικώς, ά με έμφαση, εκφραστικά, εμφαντικώς* …   Dictionary of Greek

  • και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …   Dictionary of Greek

  • ՅԱՅՏՆԱԲԱՆ — (ի, ից.) NBH 2 0321 Chronological Sequence: 11c, 12c ա. ἑμφαντικός, ἑμφατικός significans cum emphasi. Յայտնաբանօղ. յայտնաբանիչ. բացատրօղ. թարգման. *Մարմնականքն արարողութիւնք՝ ապացոյցք եւ յայտնաբանք հոգեւորացն: Այսմ (սիրոյ) եղեւ յայտնաբան եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՅԱՅՏՆԱԲԱՆԱԿԱՆ — (ի, աց կամ ից.) NBH 2 0321 Chronological Sequence: 8c ա. ἑμφαντορικός, ἑμφαντικός explanatorius, planus. Յայտնաբան. յայտնաբանիչ. *Ասացելոցն (Սուրբ Գրոց) յայտնաբանական աւանդութիւնքն: Յայտնաբանականիցն ասացելոց նմանութիւնք: Որոց ենն յայտնաբանականք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”