ἐμφαντικός — expressive masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφαντικός — ή, ό (Α ἐμφαντικός, ή, όν) 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να καθιστά κάτι τελείως εμφανές, παραστατικός, εκφραστικός, εναργής 2. ζωηρός, έντονος, υπογραμμισμένος αρχ. 1. δηλωτικός, ενδεικτικός 2. εκφραστικός. επίρρ... εμφαντικώς, ά με τρόπο… … Dictionary of Greek
ἐμφαντικοῖς — ἐμφαντικός expressive masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφαντικοί — ἐμφαντικός expressive masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφαντικῶν — ἐμφαντικός expressive masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφαντικόν — ἐμφαντικός expressive masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφατικός — ή, ό (AM ἐμφατικός, ή, όν) αυτός που εκφέρεται με έμφαση, εκφραστικός, εμφαντικός. επίρρ... ἐμφατικώς, ά με έμφαση, εκφραστικά, εμφαντικώς* … Dictionary of Greek
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
ՅԱՅՏՆԱԲԱՆ — (ի, ից.) NBH 2 0321 Chronological Sequence: 11c, 12c ա. ἑμφαντικός, ἑμφατικός significans cum emphasi. Յայտնաբանօղ. յայտնաբանիչ. բացատրօղ. թարգման. *Մարմնականքն արարողութիւնք՝ ապացոյցք եւ յայտնաբանք հոգեւորացն: Այսմ (սիրոյ) եղեւ յայտնաբան եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՅԱՅՏՆԱԲԱՆԱԿԱՆ — (ի, աց կամ ից.) NBH 2 0321 Chronological Sequence: 8c ա. ἑμφαντορικός, ἑμφαντικός explanatorius, planus. Յայտնաբան. յայտնաբանիչ. *Ասացելոցն (Սուրբ Գրոց) յայտնաբանական աւանդութիւնքն: Յայտնաբանականիցն ասացելոց նմանութիւնք: Որոց ենն յայտնաբանականք… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)